- υποδειγματικές
- η , ό[ν] образцовый, показательный, примерный;
υποδειγματικέςή τάξη — образцовый порядок;
υποδειγματικέςή συμπεριφορά — примерное поведение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υποδειγματικέςή τάξη — образцовый порядок;
υποδειγματικέςή συμπεριφορά — примерное поведение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αγροκήπιο — Κήπος που βρίσκεται σε αγροτικό συνοικισμό ή σε αγροτικό κέντρο. Σε όλες τις χώρες, για να επιτευχθεί η βελτίωση της γεωργίας και της ζωοτεχνίας, ιδρύθηκαν πρότυπα α., όπου καλλιεργούνται υποδειγματικά διάφορα φυτά και διατρέφονται διάφορα ζώα.… … Dictionary of Greek
αγόρευση — Η λέξη προέρχεταιαπό το ρήμα αγορεύω· εκφωνώ λόγο σε δημόσια συνάθροιση, κυρίως δικαστήριο ή βουλή. Η α. αποτελούσε ουσιωδέστατο στοιχείο για τη λειτουργία των αρχαίων ελληνικών δημοκρατικών πολιτευμάτων (δημηγορία). Κάθε ελεύθερος πολίτης… … Dictionary of Greek
βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… … Dictionary of Greek
κοντσερτάτο — (concertato). Σκηνή συνόλου της όπερας του 19ου αι., που χαρακτηρίζεται από τη συμμετοχή φωνών σόλο, χορωδίας και ορχήστρας. Στα πρώτα μελοδράματα του 19ου αι., το κ. αναπτύχθηκε –τουλάχιστον στο αρχικό του μέρος– όπως ένας κανών: οι διάφορες… … Dictionary of Greek
νουβέλα — Αφηγηματικό είδος που καθορίζεται δύσκολα, εξαιτίας τόσο της ευρύτατης χρονικής και τοπικής έκτασης της διάδοσης του, όσο και της ποικιλίας των μορφών του. Συγγραφέας ν., με την παλιά έννοια του όρου, είναι εκείνος που αφηγείται ιστορίες με τον… … Dictionary of Greek
Αϊσέ — I (1694 – 1733). Κιρκάσια πριγκίπισσα. Αιχμαλωτίστηκε σε παιδική ηλικία από τους Τούρκους σε επιδρομή εναντίον της πατρίδας της και πουλήθηκε στα σκλαβοπάζαρα της Κωνσταντινούπολης. Αγοράστηκε προς 1.500 φράγκα της εποχής από τον κόμη Ντε Φεριόλ … Dictionary of Greek
Βέντερς, Βιμ — (Wim Wenders, Ντίσελντορφ 1945 –). Γερμανός σκηνοθέτης του κινηματογράφου και σεναριογράφος. Είναι ίσως ο πιο διάσημος δημιουργός του νέου γερμανικού σινεμά και δημιούργησε σχολή βάζοντας πλάι στην κινηματογραφική παράδοση της πατρίδας του το… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
Κνέμπελ, Καρλ Λούντβιχ φον- — (Karl Ludwig von Knebel, Νόρτλινγκεν 1744 – Ιένα 1834). Γερμανός ποιητής. Ξεκίνησε σπουδάζοντας νομικά και αργότερα, επί μία δεκαετία, υπηρέτησε στον στρατό. Συνδεόταν φιλικά με τις μεγαλύτερες προσωπικότητες της γερμανικής λογοτεχνίας της εποχής … Dictionary of Greek
Κορτό, Αλφρέ Ντενί — (Alfred Denis Cortot, Νιόν, Ελβετία 1877 – Λοζάνη 1962). Γάλλος πιανίστας. Γεννήθηκε στην Ελβετία από Γάλλο πατέρα και εγκαταστάθηκε στο Παρίσι σε παιδική ηλικία, όπου σπούδασε πιάνο στο Κονσερβατουάρ. Το 1896 πήρε το δίπλωμά του με πρώτο βραβείο … Dictionary of Greek
Μενέντεθ Πιδάλ, Ραμόν — (Ramon Menendez Pidal, Λα Κορούνια, Γαλικία 1869 – Μαδρίτη 1968). Ισπανός φιλόλογος και κριτικός. Για πολλά χρόνια δίδαξε φιλολογία στο πανεπιστήμιο της Μαδρίτης. Το 1914 ίδρυσε το έγκυρο όργανο των Ισπανών φιλολόγων Revista de fllologia espanola … Dictionary of Greek